- ἔντρυγος
- ἔντρῠγ-ος, ον,A containing sediment or lees, Hippiatr.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έντρυγος — ἔντρυγος, ον (Μ) (για κρασί ή λάδι) αυτός που περιέχει τρυγία*, δηλ. κατακάθι, λάσπη (τού κρασιού) ή μούργα (τού λαδιού) («ἐν ἐλαίῳ ἐντρύγῳ» μέσα σε λάδι με μούργα, με κατακάθι, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ἔντρυγον — ἔντρυγος containing sediment masc/fem acc sg ἔντρυγος containing sediment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρύγῳ — ἔντρυγος containing sediment masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)